Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Τέσσερα χρονογραφήματα δημοσιευμένα στην εφημερίδα 'Ανατολή" (2009)


Τέσσερις μαθητές του 1ου Γυμνασίου Αγίου Νικολάου μιλούν για την πόλη μας

            Η διδακτική πράξη με τους εκάστοτε βηματισμούς της πέρασε αισίως στο βιβλίο των αναμνήσεων και η σχολική χρονιά διαγράφει το σεληνόφως της τροχιάς της. Εμείς όμως δεν θα σας γράψουμε μια δεύτερη «Σονάτα του σεληνόφωτος» - θα αποφύγουμε τη σύγκριση με τον πρώτο δημιουργό.

            Θα σας παραθέσουμε όμως τέσσερα χρονογραφήματα – σκαριφήματα ή σκαλαθύρματα κατά παλαιότερη ονομασία – που μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου με την απαιτούμενη χάρη, λεπτότητα και ελαφρά ειρωνεία (απαιτείται άλλωστε από το συγκεκριμένο είδος του λόγου) προσεγγίζουν σύγχρονα θέματα.

            Παρακινημένοι από τα χρονογραφήματα του Ροΐδη κατά τη διδασκαλία των Νεοελληνικών κειμένων τόλμησαν να ορθώσουν το ανάστημά τους πλάι του και να προσεγγίσουν τα γεγονότα και το πνεύμα της εποχής. Δεν είναι δημοσιογράφοι ούτε φιλόλογοι που ασχολούνται με το καθαρά φιλολογικό τούτο είδος. Ας τους δούμε με κατανόηση… Οφείλουμε όμως και να προβληματιστούμε.

Έλση Ορφανάκη - Λασηθιωτάκη
Δ/ντρια του 1ου Γυμνασίου Αγ. Νικολάου

 
Κάπνισμα στους δημόσιους χώρους
 του Μιχαήλ Φωκά

Παρόλες τις προσπάθειες που γίνονται από πολλούς φορείς για τη μείωση του καπνίσματος, υπάρχουν ακόμη πάρα πολλοί οι οποίοι θέλουν να πεθάνουν νέοι.

Το θέμα όμως είναι ότι αυτοί που έχουν επιλέξει να καπνίζουν, κατά συνέπεια να μαυρίζουν οι πνεύμονες τους και να διατρέχουν τον κίνδυνο να πάθουν κάποια σοβαρή ασθένεια, αναγκάζουν τους μη-καπνιστές να υπομένουν τον καπνό, που είναι επικίνδυνος και ενοχλητικός. Αυτό συμβαίνει στους περισσότερους δημόσιους χώρους όπου συχνάζει πολύς κόσμος (ας ελπίσουμε κάποτε να εφαρμοστεί ο νόμος που το απαγορεύει). Δυστυχώς, πολλοί είναι οι καπνιστές (λιγότεροι βέβαια  απ’ ότι κάποτε, κάτι είναι και αυτό) οι οποίοι πηγαίνουν για τον καφέ τους και όση ώρα βρίσκονται στην καφετέρια υπάρχει μπροστά τους αναμμένο τσιγάρο. Γουλιά - τσιγάρο, μπορεί να μιλήσουν για λίγο και μετά πάλι γουλιά - τσιγάρο ή τσιγάρο - γουλιά.

Οι συνέπειες αυτού του φαινομένου είναι για τους καπνιστές πολλές. Τελικά όμως αυτοί που πληρώνουν τη νύφη είναι οι μη-καπνίζοντες: μπαίνουν σε μια καφετέρια, η οποία είναι γεμάτη καπνό, μαυρίζουν οι πνεύμονές  τους (αμφιβάλλω αν υπάρχει κάτοικος πόλης με καθαρούς πνεύμονες), κινδυνεύουν από ασθένειες και τα ρούχα τους καθώς και οι ίδιοι γίνονται καπνιστοί. Ναι, καπνιστοί! Με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούμε για τη γαλοπούλα το επίθετο «καπνιστή» έτσι χρησιμοποιούμε και αυτό. Βέβαια, ο καπνός που ψήνεται η γαλοπούλα δεν βλάπτει την υγεία της, σε αντίθεση με τον καπνό του τσιγάρου.

Βγαίνοντας από ένα τέτοιο μαγαζί και εισπνέοντας καθαρό αέρα συνειδητοποιείς ότι τα ρούχα σου έχουν πιει τόσο καπνό, ικανό να μυρίζει για μέρες. Και καλά αυτός που καπνίζει, λογικό είναι να μυρίζει τσιγάρο, αλλά ο νεαρός που θα φύγει από ένα τέτοιο μαγαζί τσιγαράτος, θα πάει σπίτι του, θα τον μυρίσει ο πατέρας ή η μητέρα του  και θα του πει: «Τι;;; Καπνίζεις βρε χαμένε;» και θα τον αρχίσει στις σφαλιάρες. Ε! Δεν είναι άδικο αυτό;;;

  
Κουτσομπολιό, ένα τοπικό σπορ
του Μάνου Τσουκάκη
 
'Αγιος Νικόλαος, μια πόλη προικισμένη όσο λίγες. Είναι  δύσκολο να βρεις ένα ψεγάδι. Παρόλα αυτά, αν ψάξει κανείς βαθιά στην καθημερινή ζωή, θα βρει ένα σημαντικό πρόβλημα: στην πόλη μας υπάρχει ένα σύνολο από ''παρακλάδια'' ενός μεγάλου ''δέντρου'' που ονομάζεται κουτσομπολιό, το οποίο τείνει να εξελιχθεί σε τοπικό σπορ. Αυτό είναι και το αρνητικό μιας κλειστής κοινωνίας, όπως άλλωστε είναι και η δικιά μας.

Οι άνθρωποι στην πόλη μας και ειδικά αυτοί της μεγαλύτερης ηλικίας (άντρες και γυναίκες), μην έχοντας μάλλον κάτι καλύτερο να κάνουν, συχνάζουν στα παραδοσιακά καφενεία ή στα πιο σύγχρονα cafe, και αρχίζουν να συζητούν για θέματα που σχετίζονται με τους συνανθρώπους τους και όχι, βέβαια, για τα προσωπικά τους προβλήματα. Οι συζητήσεις τους έχουν να κάνουν κυρίως με τα συζυγικά ή με τα οικονομικά προβλήματα των άλλων.

Στενά συνδεδεμένη με το κουτσομπολιό είναι και η παραπληροφόρηση. Για παράδειγμα, όταν ένας άνθρωπος έχει κάποιο πρόβλημα με τον ή τη σύντροφο του, η μισή πόλη μπορεί να ξέρει πως είναι ήδη χωρισμένοι. Βέβαια, το άλλο χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας είναι η ταχύτητα. Με άλλα λόγια, εάν το νέο χωράει κουτσομπολιό και συζήτηση, θα ταξιδέψει με τριπλάσια ταχύτητα από ένα απλό γεγονός. Ανάλογα με τη σπουδαιότητα της είδησης επιβραδύνεται ή επιταχύνεται η διάδοσή της. Ένα ολοφάνερο παράδειγμα παραπληροφόρησης είναι αυτό του θείου μου, ο οποίος είχε σπάσει το χέρι του και πληροφορήθηκε αργότερα από φίλους ότι είχε παραλύσει σε αυτό το άκρο.

Η αιτία αυτού του φαινομένου είναι οφθαλμοφανής: τα νέα, τα κουτσομπολιά, θρέφουν το αρρωστημένο από τα οικονομικά και την αποξένωση μυαλό μας. Οι άνθρωποι επιδιώκουμε να κάνουμε πιο ''γεμάτα'', πιο ''ζουμερά'' τα νέα, προς τέρψη των ψυχών μας, που ουσιαστικά και αντικειμενικά ''βράζουν'' από τα προβλήματα της καθημερινότητας και θέλουμε κάτι να τις ανακουφίσει. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν απέχει πολύ από τον εθισμό. Ναι, πιστεύω πως σε κάποιους έχει γίνει εθισμός η παραποίηση των γεγονότων, η παραπληροφόρηση, φαινόμενα που, όμως,  μπορεί να έχουν ολέθριες συνέπειες.

Αυτά. Πάντως, πιστεύω πως, αν κανείς βάλει στην άκρη αυτό το πρόβλημα, θα δει ότι είμαστε μια απλή κοινωνία, η οποία βαδίζει στους δικούς της ρυθμούς και πως αυτό το πρόβλημα δεν θα άξιζε να αποτρέψει τον υπόλοιπο κόσμο από το να μας χαρακτηρίσει ως μια από τις καλύτερες και ωραιότερες πόλεις της Ελλάδος.

Ποιος θα μας σώσει;
του Θοδωρή Γαζή

Ήταν ημέρα Πέμπτη όταν πρωτοσυνέβη. Βγήκα  στους δρόμους και το είδα με τα δικά μου μάτια. Όπου και αν πήγαινα, τα έβρισκα μπροστά μου. Κοιτάζοντάς τα βυθιζόμουν μες στην άβυσσο της καθημερινότητας, της ρουτίνας. Ναι, εκείνη την Πέμπτη γνώρισα τους στυγνούς εγκληματίες της ασφάλτου, τα επονομαζόμενα αυτοκίνητα. Από εκείνη  τη μέρα, με την καρδιά στο στόμα, βγαίνω απ’ το σπίτι, μπαίνω στο ασανσέρ και ρίχνομαι στην εμπόλεμη ζώνη.

Ανοίγω την πόρτα και απαντώ τα πρώτα σημάδια. Γλάστρες, μηχανάκια, πέτρες, όλα μπορούν να λειτουργήσουν ως απαγορευτικά στα χέρια του δόλιου γείτονα. Με στρατηγική αξιοζήλευτη ακόμα και απ’ το Ναπολέοντα, εναποθέτει τα σύνεργα με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαντάζουν αθώα στο μάτι ανέμελου περαστικού. Και, όταν πια θα επιστρέψει, ξεδιπλώνει το τελευταίο μέρος του σχεδίου του. Κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, σχολαστικά θα ελέγξει την περιοχή, μήπως τυχόν υπάρχει κάποιος που τον παρακολουθεί. Και όταν βεβαιωθεί πως ψυχή δε βρίσκεται τριγύρω, με τη σβελτάδα της αλεπούς παρόμοιος, μετακινεί τα σύνεργα και παρκάρει το αμάξι. Με το χαμόγελο στα χείλη βγαίνει απ’ το αμάξι και θριαμβευτής εισέρχεται στην οικία του.

Το παραπάνω, όμως, όσο απίστευτο και αν ακούγεται, φαντάζει ως αρνάκι μπροστά στη βαναυσότητα του αληθινού μαχητή των δρόμων, το μποτιλιάρισμα. Όπου και αν χτυπήσει αυτός ο ολέθριος εχθρός, γίνεται πανικός. Κόρνες κορνάρουν, άνθρωποι φωνάζουν και αρχίζει ένα ξέφρενο κυνηγητό. Όλοι τρέχουν πάνω κάτω, χτυπούν πόρτες, ψάχνουν σε μαγαζιά αλλά ο καταζητούμενος είναι καλά κρυμμένος. Και ενώ συνεχίζεται το μακελειό, απ’ το πουθενά εμφανίζεται ο οδηγός και ανέμελα βαδίζει προς το αυτοκίνητό του. Με έκπληξη αντικρίζει το χαμό που ο ίδιος έχει προκαλέσει και κοντοστέκεται. ‘ Μα δεν έγινε δα και τίποτα ρε παιδιά, μισό λεπτό έλειψα ’ φωνάζει χώνοντας το κεφάλι του μέσα στο αμάξι του, βρίζοντας συγχρόνως.

        Μα τι θα γίνει με αυτούς τους αδίστακτους εγκληματίες; Ποιος μπορεί να τους σταματήσει; Ποιος θα είναι αυτός ο ήρωας που θα βάλει τέλος στις βιαιοπραγίες τους; Εσύ, εγώ, ποιος;


Η «καθαριότητα» στην πόλη μας
του Γιάννη Μοδάτσου
 

Το θέμα που θα ήθελα να θίξω είναι η καθαριότητα ή καλύτερα η βρόμα που κυριαρχεί στην πόλη μας, είτε λόγω τον Κυριακών (ημέρες που τα σκουπιδιάρικα λογικά δε δουλεύουν), αλλά κυρίως λόγω της άγνοιας ή καλύτερα τάσης αυτοκαταστροφής πολλών ιδιοκτητών καταστημάτων (κυρίως εστιατορίων και μπαρ) που καταφεύγουν στο συνήθη εύκολο τρόπο απαλλαγής από τα απορρίμματά τους. Ποιος είναι αυτός; Μα η ρίψη των απορριμμάτων στους κάδους των γειτονικών στενών φυσικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γειτονιά μου στο λιμάνι, όπου λόγω του πλήθους τέτοιων μαγαζιών υπάρχει και ο ανάλογος όγκος σκουπιδιών.

Τη νύχτα, λοιπόν, οι λεβέντες σερβιτόροι και ντελιβεράδες φορτώνονται σκουπιδοσακούλες με όλη την παραγωγή της ημέρας και πάνε να την αποθέσουν στους κάδους στα γειτονικά στενά. Να σημειώσουμε ότι οι σακούλες αυτές είναι πάντα ανοιχτές. Σοφή σκέψη, από τη στιγμή που οι γάτες που τους περιμένουν σαν Μεσσίες δε θέλουν να λερώσουν τα καλογυαλισμένα νύχια τους. Ούτε λόγος για ανακύκλωση, καθώς πλαστικά, γυαλιά και χαρτόνια καταλήγουν στον κοντινότερο κάδο όλα μαζί. Και τα καπάκια παραμένουν ανοιχτά.

Την άλλη μέρα, όπως συμβαίνει μετά από κάθε τσιμπούσι, το μέρος είναι γεμάτο αποφάγια πού ακόμα και οι γάτες περιφρόνησαν. (Μπορείτε να φανταστείτε για τι αποφάγια μιλάμε).   Μέχρι τώρα έχει αποφευχθεί η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κατοίκων και ιδιοκτητών καταστημάτων. Πρέπει, όμως, να καταλάβουν οι κάθε είδους καταστηματάρχες ότι μ’ αυτή τη λογική δε συμβάλλουν στην καθαριότητα της πόλης, την οποία οι ίδιοι ζητάνε επίμονα από τους άλλους.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου