Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Ο Αδαμάντιος και οι περιπέτειές του


     (του Νίκου Σκουλούδη, Α3)



Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν κόσμο μακρινό, ζούσε ο Αδαμάντιος, ένας ήρωας! Ήταν πολύ διαφορετικός από τους κανονικούς ανθρώπους. Καταρχάς, ήταν ψηλός σαν γίγαντας και αντί να είναι από δέρμα, είχε πάνω του πολλά ορυκτά: είχε χρυσά πόδια, διαμαντένιο σώμα και κεφάλι από σμαράγδι. Ήταν πάρα πολύ δυνατός και αθάνατος. Ο σκοπός του ήταν να σκοτώσει τον κακό Γουμίκαρο.

         Είχε ζήσει πολλές περιπέτειες. Μια από αυτές ήταν όταν τον κυνηγούσε ο Γουμικαρος, άνοιξε τα φτερά του και άρχισε να πετάει. Το ίδιο έκανε και ο Αδαμάντιος και κυνηγιόντουσαν στον αέρα, ώσπου η βενζίνη των φτερών του Γουμίκαρου τέλειωσε και έτσι έπεσε κάτω στη γη και σκοτώθηκε. Αυτή ήταν και η τελευταία τους περιπέτεια. Ο Αδαμάντιος αντί να χαίρεται που τα κατάφερε, στενοχωρήθηκε, διότι δεν θα είχε πια κάποιον να κυνηγάει. Υποσχέθηκε όμως ότι θα επέστρεφε στις περιπέτειές του.

     Τελικά ένας καινούριος αντίπαλος που λεγόταν Αρσένιος ήθελε να εκδικηθεί για τον θάνατο του Γουμίκαρου. Μπήκε, λοιπόν,  στη ζωή του Αδαμάντιου, που συνέχισε την ζωή του όπως και παλιά: προσπαθώντας  να διώξει από τον όμορφο κόσμο μας όλους όσους τον πολεμάνε. Αυτό θα συνεχιστεί για πάντα, μέχρι τουλάχιστον να καθαρίσει ολότελα ο κόσμος απ' τους κακούς! Μακάρι να υπήρχαν πολλοί Αδαμάντιοι!







Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Μανιτάρια στην πόλη: Τι θα συνέβαινε αν..........


Τι θα συνέβαινε αν τα μανιτάρια έκαναν αυτόν που τα έτρωγε να ερωτευόταν όποιον πρωτοέβλεπε;



…Μετά που όλοι είχαν μαζέψει τα μανιτάρια τους αποφάσισαν ο καθένας με την οικογένειά του να πάει να τα φάει. Ο Αμάντιτζι πρότεινε στον Μαρκοβάλντο να πάνε οι δυο οικογένειες και να γευματίσουν παρέα. Ο Μαρκοβάλντο μετά από μια τέτοια χαρά δεν μπορούσε να πει τίποτα άλλο πέρα από το να δεχτεί την πρόσκληση του Αμάντιτζι.
            Ενώ οι δύο οικογένειες είχαν φάει τα μανιτάρια και καθόντουσαν στο τραπέζι, ο μεγάλος γιος του Μαρκοβάλντο και η μεγάλη κόρη του Αμάντιτζι ένιωθαν κάπως περίεργα. Το ίδιο ακριβώς ένιωθε ο Αμάντιτζι με την γυναίκα του Μαρκοβάλντο και το ίδιο ο Μαρκοβάλντο με την γυναίκα του Αμάντιτζι . Όλοι είχαν ξεχάσει ποιοι ήταν και τι έκαναν, όλοι εκτός από τη μικρή κόρη του Μαρκοβάλντο, την Αντριάνα, η οποία δεν είχε φάει μανιτάρια.
            Κάθε και κάθε μέρα όλο και πιο πολλοί άνθρωποι έτρωγαν από αυτά τα μανιτάρια και όλο πιο πολλοί ερωτευόντουσαν το λάθος άτομο. Είχε γίνει ένα χάος και η μικρή Αντριάνα δεν ήξερε τι να κάνει.
            Έτσι μια μέρα μέσα στο απελπισία της μάζεψε λίγα βότανα για να φτιάξει τσάι για την οικογένειά της. Μόλις οι γονείς της το ήπιαν συνήλθαν. Η Αντριάνα τούς εξήγησε τι είχε συμβεί. Έτρεξαν όλοι και μάζεψαν όλα τα μανιτάρια και τα έκρυψαν κάπου που ποτέ ξανά δεν θα τα έβλεπε ο ανθρώπινος οφθαλμός. Επίσης έτρεξαν και μάζεψαν πάρα πολλά βότανα για να πιουν όλοι από αυτό το τσάι.
            Όταν όλοι πια είχαν συνέλθει είχαν μείνει μόνο τα παιδιά του Μαρκοβάλντου και του Αμάντιτζι, τα οποία όσο τσάι και αν ήπιαν δεν πάθαιναν απολύτως τίποτα, έμεναν στην ίδια ακριβώς κατάσταση που ήταν. Και ξέρετε γιατί;; Γιατί ήταν πραγματικά ερωτευμένοι! Απλά φοβότουσταν τους γονείς τους και την αντίδρασή τους. Θα καταφέρουν άραγε να είναι μαζί πάρα την έχθρα των γονιών τους;; ¨Η μήπως όχι; Ποιος θα νικήσει αυτόν το περίεργο, ψυχολογικό πόλεμο;

         

Κωνσταντίνα Μανώλη Α2




Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Ορθογραφικός οδηγός


Τι θα συνέβαινε αν τα μανιτάρια έκαναν αυτόν που τα έτρωγε να ερωτευόταν όποιον πρωτοέβλεπε;

…Μετά που όλοι είχαν μαζέψει τα μανιτάρια τους αποφάσισαν ο καθένας με την οικογένειά του να πάει να τα φάει. Ο Αμάντιτζι πρότεινε στον Μαρκοβάλντο να πάνε οι δυο οικογένειες και να γευματίσουν παρέα. Ο Μαρκοβάλντο μετά από μια τέτοια χαρά δεν μπορούσε να πει τίποτα άλλο πέρα από το να δεχτεί την πρόσκληση του Αμάντιτζι.
            Ενώ οι δύο οικογένειες είχαν φάει τα μανιτάρια και καθόντουσαν στο τραπέζι, ο μεγάλος γιος του Μαρκοβάλντο και η μεγάλη κόρη του Αμάντιτζι ένιωθαν κάπως περίεργα. Το ίδιο ακριβώς ένιωθε ο Αμάντιτζι με την γυναίκα του Μαρκοβάλντο και το ίδιο ο Μαρκοβάλντο με την γυναίκα του Αμάντιτζι . Όλοι είχαν ξεχάσει ποιοι ήταν και τι έκαναν, όλοι εκτός από τη μικρή κόρη του Μαρκοβάλντο, την Αντριάνα, η οποία δεν είχε φάει μανιτάρια.
            Κάθε και κάθε μέρα όλο και πιο πολλοί άνθρωποι έτρωγαν από αυτά τα μανιτάρια και όλο πιο πολλοί ερωτευόντουσαν το λάθος άτομο. Είχε γίνει ένα χάος και η μικρή Αντριάνα δεν ήξερε τι να κάνει.
            Έτσι μια μέρα μέσα στο απελπισία της μάζεψε λίγα βότανα για να φτιάξει τσάι για την οικογένειά της. Μόλις οι γονείς της το ήπιαν συνήλθαν. Η Αντριάνα τούς εξήγησε τι είχε συμβεί. Έτρεξαν όλοι και μάζεψαν όλα τα μανιτάρια και τα έκρυψαν κάπου που ποτέ ξανά δεν θα τα έβλεπε ο ανθρώπινος οφθαλμός. Επίσης έτρεξαν και μάζεψαν πάρα πολλά βότανα για να πιουν όλοι από αυτό το τσάι.
            Όταν όλοι πια είχαν συνέλθει είχαν μείνει μόνο τα παιδιά του Μαρκοβάλντου και του Αμάντιτζι, τα οποία όσο τσάι και αν ήπιαν δεν πάθαιναν απολύτως τίποτα, έμεναν στην ίδια ακριβώς κατάσταση που ήταν. Και ξέρετε γιατί;; Γιατί ήταν πραγματικά ερωτευμένοι! Απλά φοβότουσταν τους γονείς τους και την αντίδρασή τους. Θα καταφέρουν άραγε να είναι μαζί πάρα την έχθρα των γονιών τους;; ¨Η μήπως όχι; Ποιος θα νικήσει αυτόν το περίεργο, ψυχολογικό πόλεμο;

         

                               Κωνσταντίνα Μανώλη



Ορθογραφικός οδηγός